θέρω — (Α) 1. θερμαίνω, ζεσταίνω 2. (συν. παθ.) θέρομαι α) γίνομαι θερμός, θερμαίνομαι («νήησαν ξύλα πολλά, φόως ἔμεν ἠδὲ θέρεσθαι», Ομ. Οδ.) β) (για τον έρωτα) φλέγομαι γ) καίγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεργ. ενεστ. θέρω είναι υστερογενής και απαντά μόνο στον… … Dictionary of Greek
гореть — горю, укр. горiти, ст. слав. горѣти, горю, болг. горя, сербохорв. го̀рим, го̀рети, словен. goeti, чеш. hořeti, слвц. horet , польск. gorący горячий , в. луж. horcy (из *horucy) горячий , н. луж. gorcy – то же. Родственно лит. gariù, garėti… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
θέρος — (I) ο 1. ο θερισμός 2. η εποχή τού θερισμού 3. παροιμ. «θέρος, τρύγος, πόλεμος» λέγεται για κάτι που δεν επιδέχεται αναβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος, το με μεταβολή γένους]. (II) το (ΑΜ θέρος) μια από τις τέσσερεις εποχές τού χρόνου, η πιο ζεστή από… … Dictionary of Greek
θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει … Dictionary of Greek
gʷher- — gʷher English meaning: hot, warm Deutsche Übersetzung: “heiß, warm” Material: O.Ind. háras n. “blaze, glow” (= Gk. θέρος, Arm. jer), ghr̥ṇá m. “blaze, glow, heat” (= Lat. fornus, O.C.S. grъnъ), ghr̥ṇōti “glũht, shines”, gharmá… … Proto-Indo-European etymological dictionary